- αποστεούμαι
- (ο)1) костенеть; 2) перен. худеть, чахнуть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστεούμαι — 1. αποσκελετώνομαι, γίνομαι σκληρός όπως τα οστά 2. αδυνατίζω, γίνομαι κάτισχνος, καταντώ σκελετός … Dictionary of Greek
αποστέωση — η 1. μεταβολή σε οστό, οστεοποίηση, αποσκλήρυνση 2. υπερβολικό αδυνάτισμα, αποσκελέτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστεούμαι. Η λ. μαρτυρείται στον Ι. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek